“Στα Πορταρίτκα”
Τί φκιάνσ’; (Τί κάνεις;)
-Τί φκιάνσ’;
-Τί να φκιάσω; Να εδώ τμαρεύω.
Σαπάν’ ( Πάνω)
-Θα πας καθόλου κατά σαπάν ζμπλατεία;
-Μπααα, τί ήθελες;
-Άϊ θα ανέβω εγώ, δε πράζ’.
Σαπέρα ( Πέρα)
-Θα πας καθόλου σαπέρα στο κτήμα;
-Θα πάω σε λιγάκ’. Θα ρθείς να μάσουμε χόρτα για τ’ πίτα;
Σαδώθε (Εδώ)
-Σαδώθε, σακείθε, πάν’, κάτ’, κάτσε καταΐ ρε παιδάκιμ’ ζαλίσκα!
Σαρίσκα (Έπεσα)
-Πρόσεχε! Θα πέεισ’!
———μετά το πέσιμο———
-Αφού σ’ είπα πρόσεχε, σαρίσκες ντίπ μωρέ!
Πιστίλ’ γίνκα (Έγινα μούσκεμα)
-Απαπαααα, πιστίλ’ γίνκες παιδάκιμ’ , έλα να αλλάειξ’!
Σβαρνιάρσ’ (Σβαρνιάρης)
-Ντίπ σβαρνιάρσ’ είναι αυτό το παιδί! Όλα παρατμένα είναι εδώ και ‘κεί!
Θα σε σμάσω τίποτα μπατσές, κανόνσε (Θα τις φας, Θα σου δώσω ξύλο)
-Άσε τα σαλά, μη σε σμάσω τίποτα μπατσές! Κανόνσε!
Σμαζεύω (Συμμαζεύω)
-Πάω μέσα να σμαζέψω λιγάκ’. Θα έρθ’ η συμπεθέρα και θα λέει “Ντίπ ασμάζευτοι είν’ αυτοί”.
Άι βρε κοτσιμπάνα (Άι βρε κουφιοκέφαλε/άνθρωπος αγράμματος)
-Άι βρε κοτσιμπάνα με μυρμήγκια εσύ, απ’ θες και κνύγια!
Μη Θεέμ’ χειρότερα (θα μπορούσε να σημαίνει “Δεν το πιστεύω”)
-Έμαθες καλέ;
-Τί μαρή;
-Ο πατέρας του Τάκη, εγκεφαλικό!
-Μη Θεέμ’ χειρότερα!
Σε πράζ’ (Σε πειράζει;)
-Τί σε πράζ’ εσένα αν θα πάρω άλογο απ’ το παζάρ’;
Καρίκ’ (Τσιγάρο)
-Πάμε όξω να κάνουμε κανένα καρίκ’ ;
Κουφλαμπάνα (Ο κουφός)
-Χίλιες φορές στο ‘πα μαρή! Ντίπ κουφλαμπάνα είσαι;!
Λιώπας (βαρύς/βαριεστημένος)
– Άϊ βρε λιώπα, μεσ’ την μπραΐλα είσαι».
Δε σ’άκσα( Δεν σε άκουσα)
-Τί μ’είπες μαρή, δε σ’άκσα»
Έγινα κλέτσ’/ μπλαθρί(έγινα μούσκεμα από βροχή, πολύ νερό)
– Τί βροχή έριξε;! Μπλαθρί/Κλέτσ’ γίνκα».
Λιβακώθκα(Ζεστάθηκα)
-Ζέστα σήμερα;! Δεν είναι να σταθείς όξω! Θα λιβακθείς».
Από μάτ’ (=να ξεματιάσω κάποιον)
-«Έλα να σε κάνω ένα από ματ’! ——-μετά το ξεμάτιασμα———-
«Πω πω παιδάκι μ’ φτου φτου να μη βασκαθείς, κλάψανε τα μάτιαμ’»
Ασμάζευτος (Ασυμμάζευτος)
-Τον έχεις δει τον γιο του Μήτσου;
-Ποιον λες καλέ; Αυτόν τον ασμάζευτο;!
Άι χαΐρια (Κοίτα καμώματα)
-Άι χαΐρια! Πού πας καλέ έτσ’ ντμέν’; Άφησες την δλειάσ’ και τρέχεις στα παγκύρια;
Τη τύφλασ’ την κακιά (Τίποτα δεν ξέρεις)
-Την τύφλα τσ’ την κακιά απ’ θέλουν και μιλάνε! Να κάτσουν εκεί που κάθονται!
Ρε άϊ σαπέρα (Ρε φύγε από εδώ)
-Ρε άϊ σαπέρα, απ’ θα με πεις εμένα ότι δεν καθαρίζω καλά!
Σκλικιάρς’ (Σκουλιακιάρης, πολύ αδύνατος σαν σκουλίκι/ ο βρωμιάρης)
-Φάε καλέ λιγάκ’ παραπάνω! Ντίπ σκλικιάρσ’ γίνεις !
-Άι ρε σκλικιάρ’, τράβα να πλυθείς.
Άϊ ρε πτσί (Άϊ ρε καημένε/ανίδεε/μικρέ, περιπαικτικός λόγος)
-Άï ρε πτσί εσύ, απ’ θές και γναίκες! Πτσί, ε πτσί!
Απστομήθκα (Έπεσα)
-Εψέ απστομήθκα αυτού σακάτ’ στου Καναλάκ’, με πήγαν στον γιατρό να με ειδεί. Ντάξ, τίποτα δεν έπαθα.
Ιιιιιιιιιιιι σχαμάρα. (Το λέμε όταν βλέπουμε κάτι αηδιαστικό)
-Τι φκιάνσ’ μωρέ αυτού το σκλί; Iιιιιιιιιιιιιι σχαμάρα, σε γλύφ’ κιόλα;
Κίνσε ο γάμος (Ξεκίνησε ο γάμος)
-Ο μπράτιμος πάνω στο άλογο του, φωνάζει την συγκεκριμένη φράση προς τους καλεσμένους ενός γάμου, πριν το ζευγάρι ξεκινήσει από το σπίτι του για την εκκλησία ώστε τελεστεί το μυστήριο.
Σκινιάστκα/Σκνιάστκα/Σκνιάσκα (Έπεσα απότομα-όπως ένα άλογο μπορεί να δεθεί με τα σχοινιά του και τα πέσει)
-Οοοοοοοοο, σιγάαααααα, θα σκνιαστείς μαρή!
Κατσιό (Καθισιό)
-Όλο κατσιό είσαι! Σήκω να φκιάεισ’ καμιά δλειά!
Μαναχόζμ’ (Μοναχός μου-Μόνος μου) , Μαναχιάμ’ (Μοναχή μου-Μόνη μου)
-Να μην ανακατεύεσαι στα ποδάριαμ’ εσύ! Θαλά τα φκιάσω μαναχόζμ’!
Τί με χτάειζ’; (Γιατί με κοιτάζεις;
-Τί με χτάειζ’ έτσι καλέ; Φκιασδώθκα και δεν με κατάλαβες;
Πρήσκα(πρήστηκα)
-«Πω πω μ’έπεσε βαρύ το στφάδο, πρήσκα!»
Από μάτ’ (να ξεματιάσω κάποιον)
-«Έλα να σε κάνω ένα από ματ’!
-μετά το ξεμάτιασμα———
– «Πω πω παιδάκι μ’ φτου φτου να μη βασκαθείς, κλάψανε τα μάτιαμ’»
Κουρουκλιέμαι(κατρακυλιέμαι)
– Έφαγα ένα πεσιό εψές, κουρουκλήθκα μέχρις σακάτ’»
Καταλίκια (μονοπάτια/δρόμοι/καλντερίμια)
-Έχει πάρ’ σβάρνα όλα τα καταλίκια. Το πρωί γύρσε σπίτια’».
-Πεσιό(πέσιμο)
-« Έφαγα ένα πεσιό προψέ, το έμασα όλο το καντρίμ».
Θα φας ανάποδες! (Θα φάς ξύλο!)
-Θα φάς κάτι ανάποδες! Θα στο τνάξω το τομάρισ’!
Θα στο τνάξω το τομάρισ’ (Θα φάς ξύλο)
-Εάν ξαναπράξ το κορίτσ’, θα στο τνάξω το τομάρισ’!
Τόσο ϊά (Τόσο δα)
-Πόσο τσίπουρο να σε βάλω παππού;
-Να, τόσο ϊά.
Όλο σαλά κουβεντιάζ’ (Λες όλο σαχλαμάρες/χαζομάρες)
-Να έρθω σήμερα για καφέ, θα έχεις χρόνο; -Να μην είμαι και μέσ’ τα ποδάριασ’.
-Άι όλο σαλά κουβεντιάζ’. Άι έλα να πούμε κάνα ψέμα.
Θα πας πθανά; (Θα πας πουθενά;/Θα βγεις;)
-Θα πάς απθανά απόψε;
-Θα κατέβω ζμπλατεία να πιώ καμιά κούπα, θα ‘ρθείς;
Καντρίμ’ (Καλντερίμι)
-Τα έδεσα αυτού στο καντρίμ’ τα άλογα, λές να ενοχλούν;
-Άστα όπως είναι μωρέ, ποιος θα περάσ’ τέτοια ώρα;
Παγκύρ’ (Πανηγύρι)
-Θα ‘ρθείς στο παγκύρ’ απόψε;
-Εμ δε θα ‘ρθω;!
Μπραΐλα (Βαρεμάρα/ η μυρωδιά από τα ζώα/το πολύ κρασί)
-Με ‘χει πιάσει μια μπραΐλα σήμερα, δεν θέλω να φκιάσω τίποτα!
– Πω πω, στα γίδια ήσαν; Ζέχνς΄ μπραΐλα.
-Τφέκ’ γίνκα εψέ, ήταν καλή η μπραΐλα βλέπς’.
Μπρίσκα (=Μπρίστηκα-τσακώνομαι σαν τα τραγιά)
–Γιατί μπριζόσαν με τον αδερφόσ’ εψέ; Τι σας έπιασε πάλι;
Πατλιά (Μικρή ποσότητα/ κυριολεκτικά ο μικρός θάμνος)
-Μηνμε βάλσ’ πολύ μπακλαβά, μια πατλιά μόνο.
Σμάσ’ τα ζνάριασ’ (Σήκωσε τα παντελόνια σου/Μαζέψου)
-Άϊ κοίτα τον εκιαά(εκεί)! Οοοοοοοοο Μήτσοοοοο, σμάσ’ τα ζνάριασ’ ρεε!
Άϊ σώνε (Άντε τελείωνε)
– Άϊ θα σώεισ’ καμιά ώρα να φύφγουμε(=φύγουμε);
Σβημάρα (σβήσιμο/μεταφορικά)
-«Μ’ ήρθε μια σβημάρα τώρα δας, κόντεψα να πέσω καταΐ».
Πεσιό (πέσιμο)
-« Έφαγα ένα πεσιό προψέ, το έμασα όλο το καντρίμ».
Πέταξα μπλάνες(Έβγαλα κοκκινίλες στο δέρμα)
– « Τον είδες μπλάνες που πέταξε; Φτύλ’ πρέπει να τον έφκιασε η γναίκ τ’».
Πρήσκα(=πρήστηκα)
-«Πω πω μ’έπεσε βαρύ το στφάδο, πρήσκα!»
Σβημάρα (=σβήσιμο/μεταφορικά)
-«Μ’ ήρθε μια σβημάρα τώρα δας, κόντεψα να πέσω καταΐ».